Η αυτοκράτειρα Αικατερίνη Β΄
Η ιστορία της αυτοκράτειρας Αικατερίνης Β΄ (1762–1796) και ο τρόπος με τον οποίο ανήλθε στην εξουσία έχει παραμυθιτικά στοιχεία. Επρόκειτο για την κόρη ενός Γερμανού πρίγκιπα, η οποία, μετά τη δολοφονία του συζύγου της, του αυτοκράτορα Πέτρου Γ΄, ανέλαβε την εξουσία. Ανέβηκε στο θρόνο σε μία εποχή κατά την οποία η Ρωσία, σύμφωνα με αναφορές, βρισκόταν σε δύσκολη οικονομική κατάσταση λόγω των πολεμικών αναμετρήσεων των τελευταίων ετών.
Η Αικατερίνη Β΄, όμως, αποδείχτηκε εξαιρετικά εργατική, διέθετε ισχυρή βούληση, υπομονή, ευστροφία, αίσθημα υπευθυνότητας για την ευημερία της χώρας που κυβερνούσε. Από νωρίς συμπάθησε τη σοβαρή λογοτεχνία και εξελίχθηκε σε μία από τις πλέον λόγιες γυναίκες της εποχής της. Έμαθε τη ρωσική γλώσσα και, παρά την ιδιαίτερη προφορά της, έγραφε η ίδια σοβαρά κρατικά έγγραφα, αλλά και θεατρικά έργα, απομνημονεύματα, άρθρα. Έγινε μία ειλικρινά πιστή, ορθόδοξη χριστιανή, εκμεταλλευόταν κάθε ευκαιρία να τονίσει τη «ρωσικότητά» της, κατάφερε να κερδίσει τη συμπάθεια και την ευγνωμοσύνη των υπηκόων της.
Πολύ γρήγορα μετά την άνοδό της στην εξουσία προχώρησε σε μία σειρά από μεταρρυθμίσεις τέτοιας κλίμακας ώστε να μην προκαλέσει τις αντιδράσεις των υψηλών κοινωνικών τάξεων. Συγκάλεσε ειδική επιτροπή για την επεξεργασία νέων νόμων για τη Ρωσική Αυτοκρατορία, οι οποίοι θα βοηθούσαν την κοινωνία να κινηθεί προς το δρόμο της ανάπτυξης. Τασσόταν υπέρ των δικαιωμάτων του ανθρώπου και της ισότητας όλων έναντι του Θεού και της φύσης.
Η αυτοκράτειρα Αικατερίνη Β΄
Όμως, η εποχή της Αικατερίνης Β΄ συμπίπτει με την άνθηση της ευνοιοκρατίας. Η αυτοκράτειρα τοποθετούσε τους ευνοούμενούς της σε κρατικά έργα πάντα υπό την καθοδήγησή της. Η εποχή της εξουσίας της συνδέθηκε και με θυελλώδη γεγονότα στην εξωτερική πολιτική. Δύο πλευρές της εξωτερικής πολιτικής που λαμβάνουν ιδιαίτερη σημασία είναι: α) Ο πόλεμος με τον Οθωμανική Αυτοκρατορία και β) Οι σχέσεις της Ρωσίας με την Πολωνία.
Η κατάσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αλλάζει σημαντικά περίπου από τα μέσα του 18ου αιώνα. Αρχίζει η σταδιακή διάλυσή της, ως αποτέλεσμα των πολέμων με την Αυστρία, τη Ρωσία και την Περσία, η οποία αναπτερώνει της ελπίδες των Ελλήνων για την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό με τη βοήθεια της Ρωσίας.
Το Φεβρουάριο του 1770 ο ρωσικός στόλος μπαίνει στη Μεσόγειο και κατευθύνεται προς τη Μάνη. Ήταν σήμα για τον ξεσηκωμό των κατοίκων της περιοχής, οι οποίοι, μαζί με τον ρωσικό στόλο, σχημάτισαν δύο στρατιωτικά σώματα. Το ένα έμεινε στις ακτές, το άλλο δε κατευθύνθηκε προς την κεντρική Πελοπόννησο. Οι Μανιάτες άρχισαν να κτυπούν αλύπητα τους Τούρκους. Οι Ρώσοι αδελφοί Ορλόφ, διοικητές του ρωσικού στόλου δεν περίμεναν τέτοια εξέλιξη των γεγονότων, τα οποία έμειναν στην ιστορία ως Ορλοφικά.
Οι αδελφοί Ορλόφ
Την προώθηση των ελληνικών τμημάτων προς το κέντρο της Πελοποννήσου σταμάτησαν οι Τούρκοι έξω από την Τρίπολη. Οι αδελφοί Ορλόφ, εκτιμώντας τη δημιουργηθείσα κατάσταση, αποφάσισαν να υποχωρήσουν προς το Ναυαρίνο, να δημιουργήσουν εκεί ναυτική βάση και να δρουν στο εξής έχοντας εξασφαλίσει τα νώτα τους. Όμως, η έλλειψη οργάνωσης των τοπικών πληθυσμών, οι διαφορές και συγκρούσεις ανάγκασαν τους Ορλόφ να αποσύρουν το στόλο από την Πελοπόννησο. Μετά την αποχώρηση των Ρώσων, οι Τούρκοι προέβησαν σε εκστρατεία αντεκδίκησης και αφανισμού του ανυπεράσπιστου ελληνικού πληθυσμού ερημώνοντας εκτεταμένες περιοχές.
Ύστερα από σειρά ηττών σε στεριά και θάλασσα, η Τουρκία υποχρεώνεται σε σύναψη ειρήνης με τη Ρωσία, που υπογράφεται τελικά το 1774, στο βουλγαρικό χωριό Κιουτσούκ-Καϊναρτζί. Η συνθήκη αυτή προσέφερε αμνηστία σε όλους τους συμμάχους της Ρωσίας και έδωσε στη Ρωσία το δικαίωμα προστασίας των χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ως εκ τούτου, οι Έλληνες έμποροι μπορούσαν πλέον να πλέουν ανενόχλητοι προς όλες τις υπό τουρκικό έλεγχο θάλασσες και ιδιαίτερα στα Στενά. Στους ελληνικούς οικισμούς, στο έδαφος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας ιδρύονταν ελληνικά εκπαιδευτικά ιδρύματα και οι μετανάστες αποκτούσαν τη ρωσική υπηκοότητα.
Μέσω της συνθήκης η Ρωσία απέκτησε τεράστιες περιοχές στο Νότο έως και τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας και η Κριμαία έπαψε να είναι υποτελής στην Τουρκία και έγινε κατ' όνομα ανεξάρτητη κάτω από ρωσικό έλεγχο. Οι υπουργοί της Ρωσίας και η ίδια η Αικατερίνη γνώριζαν εδώ και δεκαετίες τις οικονομικές δυνατότητες της περιοχής, τόσο για την ίδρυση νέων εμπορικών λιμανιών, όσο και αγροτικών οικισμών. Η συνθήκη όχι μόνο παραχώρησε την περιοχή στη Ρωσία, αλλά της έδωσε και το δικαίωμα εμπορίου και ναυπήγησης στόλου στη Μαύρη Θάλασσα. Η θέση της Ρωσίας στα νότια σύνορα είχε αλλάξει ριζικά, αφού δεν σημειώνονταν πλέον επιδρομές Τατάρων για αρπαγές σκλάβων, και μία αχανής περιοχή ήταν έτοιμη να αναπτυχθεί.
Τα νέα εδάφη επρόκειτο να εποικιστούν και να αποκτήσουν ακμάζουσες πόλεις και λιμάνια και όχι απλώς να γίνουν η επέκταση της καθυστερημένης γεωργίας των μεγάλων γαιοκτησιών της κεντρικής Ρωσίας.
Στον πόλεμο 1768–1774, στην Αγία Πετρούπολη, γεννιέται το λεγόμενο «ελληνικό σχέδιο». Τότε όλη η Ευρώπη ήταν επηρεασμένη από το ηρωικό πνεύμα των αρχαίων Ελλήνων και η Ρωσία δεν αποτελούσε εξαίρεση. Ακρογωνιαίος λίθος του σχεδίου αυτού ήταν η ανασύσταση της βυζαντινής αυτοκρατορίας, με πρωτεύουσα φυσικά την Κωνσταντινούπολη.
Κονσταντίν Παύλοβιτς
Δεν είναι τυχαίο το ότι η Αικατερίνη Β΄ ονόμασε τον δεύτερο εγγονό της Κωνσταντίνο, όνομα ανύπαρκτο ως τότε στη δυναστεία των Ρομανόφ. Ομοίως δεν ήταν τυχαίο ότι η παραμάνα του Κονσταντίν Παύλοβιτς ήταν η Ελληνίδα Ελένη, ενώ ανατρεφόταν ως διάδοχος του αναγεννώμενου βυζαντινού θρόνου. Ο διάδοχος μιλούσε εξαιρετικά ελληνικά και για πολλά χρόνια βρισκόταν δίπλα του ο Έλληνας στρατηγός Δ. Κουρούτας.
Στο «ελληνικό σχέδιο» διακηρυσσόταν η ιδέα ανεξάρτητου ελληνικού κράτους και δημιουργίας γύρω από τη Μαύρη Θάλασσα ζώνης ορθόδοξων χωρών, συμμάχων της Ρωσίας.
Ως μέρος του «ελληνικού σχεδίου» η Αικατερίνη Β΄ ίδρυσε πολλές πόλεις στη νότια Ρωσία στις οποίες έδωσε ελληνικές ονομασίες όπως: Μελιτόπολη, Μαριούπολη, Οβιδιούπολη, Σεβαστούπολη, Τιράσπολη, Συμφερόπολη, Νικόπολη, Σταυρούπολη, Χερσώνα, Ευπατορία, Οδησσός.
Ένας λόγος για την ίδρυση των νέων οικισμών-πόλεων ήταν ότι τα εδάφη στις ακτές της Αζοφικής θάλασσας για πολλά χρόνια έμεναν ακατοίκητα και αποτελούσαν αχανείς εκτάσεις δίχως οχύρωση και προστασία. Γι' αυτό η Αικατερίνη Β΄ αποφάσισε να εγκαταστήσει εκεί αποίκους από την Κριμαία ώστε να ενισχύσει την αμυντική δύναμη των νότιων συνόρων και να διευκολύνει την ένωση της Κριμαίας με τη Ρωσία.
Τα εδάφη όπου ιδρύθηκαν οι νέες πόλεις-οικισμοί
Έτσι, τον Ιούλιο του 1778 άρχισε η μετακίνηση του πληθυσμού από την Κριμαία στη Ρωσία. Αρχικά, μέχρι να περάσει ο χειμώνας, οι άποικοι εγκαταστάθηκαν προσωρινά στις περιφέρειες του Εκατερινοσλάφ και του Μπαχμούτ. Ο χειμώνας ήταν πολύ δύσκολος και οι συνθήκες διαβίωσης ήταν ιδιαίτερα δυσχερείς. Οι άποικοι ζητούσαν να τους επιτραπεί να εγκατασταθούν στις γύρω περιοχές, όμως, η παράκληση τους δεν έγινε αποδεκτή και έλαβαν ως απάντηση ότι αυτά τα εδάφη ήταν ήδη πυκνοκατοικημένα.
Τελικά οι άποικοι εγκαταστάθηκαν στη Μαριούπολη και τους δόθηκαν ασυλίες και προνόμια. Για δέκα χρόνια δεν θα ήταν υποχρεωμένοι να εκπληρώσουν τη στρατιωτική τους θητεία και να πληρώνουν φόρους.
Το 1807 η ρωσική κυβέρνηση δημιούργησε την ελληνική περιφέρεια της Μαριούπολης, δηλαδή μία αυτόνομη διοικητική μονάδα όπου ζούσαν μόνο Έλληνες, καθώς τότε η Ελλάδα ήταν μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στη νέα τους πατρίδα οι Έλληνες ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Η περιφέρεια αυτή παρέμεινε ελληνική μέχρι το 1859, όταν και η ρωσική κυβέρνηση επέτρεψε να εγκαθίστανται εκεί Ρώσοι και Ουκρανοί, στο πλαίσιο της εκβιομηχάνισης της περιοχής, καθώς καθίσταντο απαραίτητοι όλο και περισσότεροι εργάτες στις περιοχές.
Παράλληλα με την ίδρυση των πόλεων στη νότια Ρωσία, θα δημιουργούνταν το βασίλειο της Δακίας, το οποίο θα περιλάμβανε τις παραδουνάβιες ηγεμονίες και τα σύνορα της Ρωσίας θα επεκτείνονταν ως τα βόρεια παράλια του Εύξεινου Πόντου. Βάσεις του ρωσικού στόλου θα λειτουργούσαν στα νησιά του Αιγαίου. Τέλος, ένα κράτος-απομεινάρι της οθωμανικής αυτοκρατορίας θα εξακολουθούσε να υφίσταται στην Ανατολία. Εκτός από τη δημιουργία αδύναμων κρατών-δορυφόρων στην περιφέρεια της Ρωσίας, ο άλλος στόχος του σχεδίου ήταν να προβληθεί η ρωσική αυτοκρατορία ως αδιαφιλονίκητος ρυθμιστής των διεθνών σχέσεων.
Η αυτοκράτειρα Αικατερίνη Β΄
H Αικατερίνη B΄ αφιέρωσε μεγάλο μέρος των προσπαθειών της κατά τη δεκαετία του 1780 στην πραγμάτωση αυτού του σχεδίου, αλλά οι διεθνείς συνθήκες κατά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1787–92 δεν ευνόησαν προς αυτή την κατεύθυνση.
Κάτω από τη διακυβέρνηση της Αικατερίνης Β΄, η Ρωσία μετατράπηκε σε μία μεγάλη δύναμη. Σε αυτά τα χρόνια σταθεροποιήθηκε η μορφή διακυβέρνησης της χώρας, μονιμοποιήθηκε η παρουσία της Ρωσίας στη Μαύρη Θάλασσα και εντάχθηκαν, εντός των συνόρων της, εύφορα και πολυάριθμα εδάφη. Ταυτόχρονα το σύστημα δουλοπαροικίας, φτάνοντας στο απόγειό του, περνούσε στη φάση στασιμότητας και διάλυσης, και οι ιδέες του Διαφωτισμού που συμμεριζόταν η Αυτοκράτειρα βοήθησαν τους διανοούμενους της ρωσικής κοινωνίας να συνειδητοποιήσουν τον κίνδυνο της συνέχισης της δουλοπαροικίας και τον βάρβαρο χαρακτήρα τους.
Για τη σύνταξη του κειμένου χρησιμοποιήθηκαν οι πηγές: Αντρέεφ, Ί., Λεσένκο, Λ. (2015). «Δοκίμια ρωσικής ιστορίας», Αθήνα // Bushkovitch, P., (2016). «Ιστορία της Ρωσίας», Αθήνα. // www.ime.gr
Πηγές φωτογραφικού υλικού: www.liveinternet.ru // www.hermitagemuseum.org