Η Μεταμόρφωση του Σωτήρος. Τοιχογραφία του Θεοφάνη, 1408. Πινακοθήκη Τρετιακόφ, Μόσχα
Η πορεία του κράτους των Ρως προς τον εκχριστιανισμό του ήταν σταδιακή και σταθερή τους δύο πρώτους αιώνες μετά την βάπτισή του. Όμως, ήρθε η εισβολή των Μογγόλων το 1237–1240 και ανέτρεψε τα δεδομένα. Η εισβολή αυτή είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή του Κιέβου και το θάνατο περίπου του μισού πληθυσμού των Ρως. Τα μογγολικά και τουρκικά φύλα που εισέβαλαν μέσω του Καυκάσου στην Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη κατά τις πρώτες δεκαετίες του 13ου αιώνα έλαβαν την ονομασία «Χρυσή Ορδή».
Στην Ευρώπη οι μογγολικές φυλές ήταν γνωστές με το όνομα Τάταροι. Οι Τάταροι είναι μία από τις μογγολικές φυλές που είχαν στενές σχέσεις με τους Κινέζους, οι οποίοι έδωσαν την ονομασία αυτή σε όλους τους Μογγόλους και ακολούθως ο όρος πέρασε στην Ευρώπη.
Οι συνέπειες της επιδρομής των Μογγόλων ήταν καταστροφικές. Από τις 74 πόλεις της αρχαίας Ρωσίας που μελετήθηκαν από αρχαιολόγους, οι 49 καταστράφηκαν από Μογγόλους-Τατάρους 14 από τις 49 ισοπεδώθηκαν.
Οι επιδρομές είχαν αντίκτυπο και στη θρησκευτική ζωή του κράτους των Ρως. Πέρασαν αρκετά χρόνια έως ότου η πόλη του Κιέβου και η Μονή των Σπηλαίων αρχίσουν να αποκαθίστανται.
Η Χρυσή Ορδή το 1389. Με πιο ανοικτό χρώμα απεικονίζεται η Μοσχοβία
Στις αρχές του 14ου αιώνα, υπό τον πρίγκιπα Δανιήλ της Μόσχας, άρχισε να αναπτύσσεται ραγδαία η περιοχή της Μόσχας, η οποία βρισκόταν ακόμα στη Ρωσική επιρροή. Έτσι δημιουργήθηκε το Μεγάλο Δουκάτο της Μόσχας (Μοσχοβία). Η Μόσχα ξεκίνησε να επεκτείνεται απορροφώντας πολλά εδάφη από το πρώην Κράτος των Ρως. Η Μοσχοβία παρέμεινε υποτελής στους Μογγόλους-Τατάρους μέχρι το 1480, οπότε και νίκησε αποφασιστικά τη Χρυσή Ορδή, με επικεφαλής τον πρίγκιπα Ιβάν Γ'.
Το διάστημα που οι νότιες και ανατολικές περιοχές του κράτους των Ρως πλήττονταν από τις επιδρομές των Μογγόλων, το Νόβγκοροντ δεν αντιμετώπιζε την ίδια μοίρα. Ήδη από το 1054 και μετά είχε δρομολογηθεί η αυτονόμησή του από την τοπική εξουσία. Πριν από την ανεξαρτητοποίησή του, ήταν το δεύτερο σημαντικότερο πριγκιπάτο του κράτους των Ρως.
Το Νόβγκοροντ ήταν ένα μείζον πολιτιστικό κέντρο, και η σημαντική παραγωγή χειρογράφων του μητροπολιτικού κλήρου και των μοναστηριών μαρτυρά μέχρι σήμερα τη δραστηριότητά τους. Η ανέγερση εκκλησιών και η πατρονία των αγιογράφων από το μακρινό Βυζάντιο, όπως του Θεοφάνη του Έλληνα (1350–1410 περίπου), αντανακλούσαν τον πλούτο του Νόβγκοροντ. Ο Θεοφάνης φιλοτέχνησε μερικές από τις πιο αξιόλογες τοιχογραφίες του μεσαιωνικού Νόβγκοροντ, αν κρίνουμε απ' όσες έχουν διασωθεί από τη φθορά του χρόνου, τους πολέμους και την ασκούμενη κάθε φορά πολιτική. Κυριότερες από αυτές που σώθηκαν είναι: ο ναός της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος (Νόβγκοροντ), της Γέννησης της Θεοτόκου, της Κοίμησης της Θεοτόκου και του Ευαγγελισμού (Κρεμλίνο της Μόσχας).
Ιησούς Χριστός. Θεοφάνης, 1378
Ο αγιογράφος Θεοφάνης έλαβε το παρατσούκλι «Έλληνας» («Γκρεκ» στα ρωσικά) λόγω της βυζαντινής του προέλευσης. Μία πιθανή εκδοχή είναι ότι ταξίδεψε στο κράτος των Ρως αφού αποφάσισε να εγκαταλείψει το Βυζάντιο, καθώς στο δεύτερο μισό του 14ου αιώνα η Βυζαντινή Αυτοκρατορία δεχόταν τις έντονες επιθέσεις των Οθωμανών και όδευε σταδιακά στην πτώση της.
Θεωρείται πως τα έργα του έθεσαν τα θεμέλια για την ανάπτυξη της ρωσικής αγιογραφίας. Η τέχνη του εθεωρείτο απαράμιλλη σε έκφραση και είχε την ικανότητα να δημιουργεί τοιχογραφίες ασυνήθιστα μεγάλου μεγέθους. Οι εικόνες του δημιουργούσαν μία αίσθηση μυστηριακού φωτός γύρω από τα απεικονιζόμενα πρόσωπα, ίσως λόγω της επίδρασης μεταξύ των Βυζαντινών μοναχών της μυστικιστικής διδασκαλίας που είναι γνωστή ως ησυχασμός.
Βασική πηγή πληροφοριών γι' αυτόν αποτελεί η επιστολή από το 1413 του αγιογράφου Επιφάνιου του Πάνσοφου, συγχρόνου του Θεοφάνη, προς τον ηγούμενο του μοναστηριού του Σωτήρος Κύριλλο.
Σήμερα δεν σώζονται πολλά από τα έργα του Θεοφάνη του Έλληνα όμως, όπως υποστηρίζεται από πολλούς μελετητές, η επίδρασή του στον ρωσικό πολιτισμό ήταν καθοριστική. Χάρη στη δική του καθοδήγηση και διδασκαλία εμφανίστηκαν πολλοί ταλαντούχοι αγιογράφοι, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον μαθητή του Αντρέι Ρουμπλιόφ.
Αντρέι Ρουμπλιόφ
Ο μοναχός Αντρέι Ρουμπλιόφ (1370–1430 μ.Χ. περίπου) ήταν ο σπουδαιότερος μαθητής του, έργα του οποίου βρίσκονται σε τέμπλα πολλών μοναστηριών γύρω από τη Μόσχα και, τελικά, ακόμα και στον Καθεδρικό Ναό του Ευαγγελισμού στο Κρεμλίνο.
Σε αντίθεση με τον Θεοφάνη, του οποίου τα έργα χαρακτηρίζονταν από αυστηρότητα, οι δημιουργίες του Ρουμπλιόφ διακρίνονταν από ζεστασιά και ηρεμία.
Στις εικόνες του Ρουμπλιόφ είναι λιγότερο εμφανής η ιερατική ακαμψία των παλαιότερων σχολών, ενώ η ζεστασιά στα πρόσωπα του Χριστού και των αγίων μοιάζει να συμφωνεί με την εσωτερικότητα της νεότερης μοναστικής ευσέβειας. Όπως και άλλες εκφράσεις αυτής της ευσέβειας, οι εικόνες του Ρουμπλιόφ έδωσαν το παράδειγμα στους μαθητές και στους μιμητές του, και το νέο στιλ διαδόθηκε πολύ πέρα από τα μοναστήρια. Το έργο του Ρουμπλιόφ και των συγχρόνων του αποτέλεσε μία νέα αφετηρία που έβαλε τις βάσεις για τη ρωσική εικονογραφία των επόμενων αιώνων.
Για τη σύνταξη του κειμένου χρησιμοποιήθηκαν οι πηγές: Αντρέεφ, Ί., Λεσένκο, Λ. (2015). «Δοκίμια ρωσικής ιστορίας», Αθήνα // Bushkovitch, P., (2016). «Ιστορία της Ρωσίας», Αθήνα. Πηγές φωτογραφικού υλικού: www.azbyka.ru // www.artandtheology.org